Τετάρτη 19 Μαΐου 2010

ΜΠΕΡΤΟΛΤ ΜΠΡΕΧΤ










Τι κι αν γεννήθηκε στη δύση του 19ου αιώνα. Τι κι αν δημιούργησε και πέθανε στον περασμένο, πλέον, 20ό αιώνα. Ο Μπρεχτ και το έργο του είναι του 21ου αιώνα. Και θα είναι εκείνης της εποχής, που η εργατική τάξη, όλοι οι εκμεταλλευόμενοι άνθρωποι και οι λαοί θα απελευθερωθούν από τον καπιταλιστικό «ζυγό». Τότε, που θα μπορούν πια με σιγουριά να πουν: «Τις δυσκολίες των βουνών τις ξεπεράσαμε/ Τώρα έχουμε ν' αντιμετωπίσουμε/ Τις δυσκολίες των πεδιάδων» και θα ξέρουν τι ταιριάζει για πάντα να γραφεί στην «ταφόπετρα» αυτού του επαναστάτη και αθάνατου δημιουργού: «Έκανε προτάσεις. Εμείς/ Τις δεχτήκαμε».












Ο αντιεξουσιαστής Μπρεχτ
...Μεγάλωσα σαν γιος καλοστεκούμενων / ανθρώπων. Οι γονείς μου μού φορούσαν / γιακά, μ' έμαθαν τις συνήθειες εκείνων / που έχουν υπηρέτες και με δίδαξαν / πώς να διατάζω. Αλλά, όταν μεγάλωσα / και είδα γύρω μου, οι άνθρωποι της / τάξης μου δεν μ' άρεσαν, το να διατάζω / δεν ήταν του γούστου μου, ούτε και το / να με υπηρετούν. Γι' αυτό εγκατέλειψα / την τάξη μου και συντρόφεψα με τους / μικρούς, φτωχούς ανθρώπους...


Η αντίσταση του Μπέρτολτ Μπρεχτ ενάντια στους ανθρώπους της τάξης του ξεκίνησε αρκετά νωρίς, όπως μπορούμε να καταλάβουμε και από αυτό το νεανικό ποίημά του. Δεκαέξι χρόνων ήταν ήδη γνωστός μέσα από τις φιλολογικές σελίδες αριστερών εντύπων και τις Κυριακές καθόταν τεμπέλικα και κορόιδευε τους αστούς που βολτάριζαν με τις ευυπόληπτες οικογένειές τους στο αριστοκρατικό Αουγκσμπουργκ. Στο κατοπινό έργο του όμως, ιδίως σε αυτό των τελευταίων χρόνων της ζωής του, η γενέθλια πόλη ζωντανεύει με τα πιο παράδοξα χρώματα: μορφές περιθωριακές που σέρνονται σε σκοτεινά δρομάκια και υγρά καταγώγια, παζάρια γεμάτα χωριάτες από τη γύρω περιοχή που ήρθαν να πουλήσουν την πραμάτεια τους, δαιδαλώδη κανάλια και δεξαμενές που αναδίδουν τη μυρωδιά της σήψης. Στο σχολείο ο ατίθασος νεαρός χλευάζει ανοιχτά τους καθηγητές του, γεγονός που συχνά τού κοστίζει ακριβά. Ωστόσο βρίσκει τρόπο με την πονηριά του να ξεπερνάει τα εμπόδια. Καθώς αποτυχαίνει στο τελικό διαγώνισμα από το οποίο εξαρτάται η προαγωγή του, ο Μπρεχτ καταφέρνει να βάλει στο χέρι το γραπτό και υπογραμμίζει με κόκκινο μελάνι μερικά ακόμη σημεία, έτσι που ο καθηγητής στον οποίο απευθύνεται για εξηγήσεις αναγκάζεται να παραδεχθεί το «λάθος» του και του βάζει προβιβάσιμο βαθμό.
Το 1917 εγγράφεται στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου του Μονάχου, σε λίγους μήνες όμως επιστρατεύεται και αναλαμβάνει χρέη νοσοκόμου στο νοσοκομείο του Αουγκσμπουργκ. Εκεί θα βιώσει όλη την αγριότητα του πολέμου. Οι κραυγές απόγνωσης των τραυματισμένων, οι οιμωγές των ακρωτηριασμένων θα αφήσουν ανεξίτηλα σημάδια πάνω του και θα εδραιώσουν μέσα του μια αταλάντευτα ειρηνόφιλη συνείδηση. Πρώτος καρπός της η Μπαλάντα του νεκρού στρατιώτη, ένα σκοτεινό και αγριεμένο έργο που ο ίδιος συνήθιζε να τραγουδά σε ταβέρνες του Μονάχου μπροστά σε απομάχους, οι οποίοι παρεξηγώντας το μήνυμά του τον γιουχάιζαν και εκσφενδόνιζαν εναντίον του ποτήρια γεμάτα μπίρα!... Ηταν η εποχή που πηγαινοερχόταν μεταξύ Αουγκσμπουργκ και Μονάχου, όπου έμενε σε μια σοφίτα. Εκεί έγραψε το πρώτο του έργο, Σπάρτακος. Ησυχο, χλωμό, αδύνατο, σπυριάρη, κακοξυρισμένο και κακοντυμένο τον περιγράφουν όσοι τον ήξεραν τότε. Στα 1920 πεθαίνει η μητέρα του και μετακομίζει στο Μόναχο, όπου νοικιάζει ένα δωμάτιο για τον ίδιο και τη σύντροφό του Μαριάνε Τσοφ, την οποία παντρεύεται το 1922. Το ανέβασμα του έργου του Ταμπούρλα μέσα στη νύχτα στο θεατρικό φεστιβάλ της πόλης τού ανοίγει τον δρόμο προς την επιτυχία. Πηγαίνει στο Βερολίνο για να συζητήσει με εκδότες και θεατρικούς παράγοντες, περνάει όμως πολύ μίζερα και διατρέφεται με μπιζελόσουπα και ψωμάκια που του χορηγεί ένας φίλος. Στο Μόναχο, όπου αναγκάζεται να επιστρέψει, είναι διαρκώς περιτριγυρισμένος από πλήθος οπαδών. Ενας συνεργάτης του θυμάται: «Ο Μπρεχτ έκοβε βόλτες μέσα στο δωμάτιο, καπνίζοντας ηδονικά το πούρο του, άκουγε τα επιχειρήματα του ενός και τα αντίθετα επιχειρήματα του άλλου, κορόιδευε, ανοιγόκλεινε γρήγορα τα μάτια του και έμενε αμετακίνητος στη γραμμή του.



Ο Μπρεχτ έτεινε προς τα αριστερά, όπως πολλοί διανοούμενοι της εποχής του, άρχισε να παρακολουθεί νυχτερινά μαθήματα και να σπουδάζει συστηματικά και προσηλωμένα τον μαρξισμό. Ο,τι έγραψε εκείνα τα χρόνια δείχνουν πως βρισκόταν σε μεταβατική περίοδο. Στην περίφημη Οπερα της πεντάρας, για παράδειγμα, που τον έκανε γνωστό σε ολόκληρο τον κόσμο, κατακρίνει την αστική κοινωνία αλλά απέχει πολύ από τον καθαρό μαρξισμό μεταγενέστερων έργων του. Ωστόσο, εμπεδώνοντας αυτή την τεθλασμένη πορεία, στο επόμενο έργο του Χάπι Εντ, το οποίο υπογράφει με το ψευδώνυμο Ντόροθι Λέιν, η κοινωνική εξέγερση εξαφανίζεται ολότελα αφήνοντας τη θέση της στην καθαρή διασκέδαση του καμπαρέ. Στο Μαχαγκόνι που ακολουθεί, ο Μπρεχτ βαθαίνει τη μαρξιστική κατεύθυνση της κριτικής του, εκφράζοντας σε παραβολική μορφή την αρνητική ουτοπία της καπιταλιστικής κοινωνίας. Στην ομώνυμη πόλη το μεγαλύτερο έγκλημα είναι να μην έχεις λεφτά: «Γι' αυτό καταδικάζεσαι σε θάνατο, Πάουλ Ακερμαν. / Γιατί σου λείπουν τα λεφτά. / Κι αυτό είναι το μεγαλύτερο έγκλημα / που μπορεί να γίνει πάνω στη γη».
Εχει παντρευτεί την ηθοποιό Ελένε Βάιγκελ και συνεχίζει να γράφει και να ανεβάζει έργα ακατάπαυστα: Μάνα, Αγία Ιωάννα των Σφαγείων, Απόφαση. Οι ναζιστές, οι οποίοι εν τω μεταξύ έχουν πάρει την εξουσία, καίνε τα βιβλία του στη Γερμανία, ενώ στο Παρίσι με τη σύμπραξη του Ζορζ Μπαλανσίν ανεβαίνουν τα Εφτά θανάσιμα αμαρτήματα με τη Λότε Λένια στον πρωταγωνιστικό ρόλο - ο ίδιος ο Μπρεχτ έχει κατορθώσει να διαφύγει με την οικογένειά του στην ήσυχη και ασφαλή Ζυρίχη. Στη γαλλική πρωτεύουσα ανεβαίνει και μία άλλη παράσταση-σταθμός: Τρόμος και αθλιότητα του Τρίτου Ράιχ (1937). Ακολουθούν Ο καλός άνθρωπος του Σετσουάν, Η ζωή του Γαλιλαίου, Ο καυκασιανός κύκλος με την κιμωλία. Μετά τον πόλεμο γυρίζει στο Βερολίνο και εγκαθίσταται στον ανατολικό τομέα της πόλης. Εδώ θα εργαστεί και θα υπηρετήσει το θέατρο με όσα έχει θησαυρίσει σε όλα τα χρόνια της πλούσιας ζωής του. Συμπεριφερόταν σε όλους, είτε πρωταγωνιστές είτε νεοφώτιστους, με την ίδια προσεκτική ευγένεια, κρατώντας μια κάποια απόσταση. Τη γνώμη των άλλων, ακόμη και την πιο έντονη κριτική, την άκουγε σιωπηλός και προσεκτικός. Οταν η δουλειά πάνω σε ένα έργο τελείωνε, όταν όλες οι βελτιώσεις είχαν γίνει, έδειχνε απόλυτη αδιαφορία και έφευγε. Οπως διηγείται ένας φίλος του, τα τελευταία χρόνια της ζωής του ήταν γεμάτα από προαισθήσεις θανάτου. Στις 15 Μαΐου 1955 ο Μπρεχτ έστειλε το παρακάτω γράμμα στη Γερμανική Ακαδημία Τεχνών: «Σε περίπτωση θανάτου μου δεν επιθυμώ να εκτεθεί πουθενά η σορός μου. Κατά την ταφή δεν πρέπει να γίνουν ομιλίες. Θα ήθελα να ταφώ στο νεκροταφείο δίπλα στο σπίτι μου, στη Σοσεστράσε». Δεκαπέντε μήνες αργότερα θα σβήσει από έμφραγμα του μυοκαρδίου στο Μιλάνο. Στις 17 Αυγούστου 1956 κηδεύεται στο νεκροταφείο Ντοροτέεν, στο Βερολίνο. Στο μνήμα του δεσπόζει ένας απέριττος βράχος με σκαλισμένο πάνω του μονάχα το όνομά του: Bertolt Brecht.

...Αν ο ηθοποιός δε θέλει να είναι παπαγάλος ή μαϊμού, πρέπει να κάνει κτήμα του τη γνώση της εποχής του πάνω στην κοινωνική ζωή, παίρνοντας μέρος στους ταξικούς αγώνες. Μπορεί αυτό να φανεί σε μερικούς σαν κατάπτωση, μιας και τοποθετούν την τέχνη, αφού προηγουμένως έχει τακτοποιηθεί η πληρωμή, στις πιο ψηλές σφαίρες. Οι περισσότερες, όμως, αποφασιστικές μάχες του ανθρώπινου γένους δίνονται πάνω στη γη, όχι στους αιθέρες και "έξω" στη ζωή, όχι μες στους εγκεφάλους. Κανείς δεν μπορεί να υψωθεί πάνω από τις αντιμαχόμενες τάξεις, γιατί κανείς δεν μπορεί να υψωθεί πάνω απ' τον άνθρωπο. Η κοινωνία δεν έχει κανένα κοινό μεγάφωνο, όσο είναι χωρισμένη σε τάξεις. Ετσι, όσοι λένε πως δεν ανακατεύονται στην πολιτική, σημαίνει πως ανήκουν στην άρχουσα τάξη...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου