Σάββατο 8 Ιανουαρίου 2011

ΚΑΘΕΣΤΟΣ ΚΡΑΤΙΚΩΝ ΕΠΙΧΟΡΗΓΗΣΕΩΝ




Η γενικευμένη οικονομική κρίση που περνά η χώρα και η απαίτηση για περικοπές δαπανών και έλεγχο των εξόδων του κράτους, προκειμένου να εξοικονομηθούν οι απαραίτητοι πόροι για την ενδυνάμωση της οικονομίας της, θέτει για μια ακόμα φορά στο επίκεντρο τους προβληματισμούς και τις επιφυλάξεις που διατυπώνονται συχνά για τη σκοπιμότητα και την αποτελεσματικότητα των κρατικών επιχορηγήσεων προς το θέατρο.

Η κρατική επιχορήγηση συνήθως περιορίζεται μόνο στο επίπεδο της ετήσιας οικονομικής επιχορήγησης κάποιων καλλιτεχνών, χωρίς σχεδόν ποτέ να εγγίζει τις άλλες (πιο ουσιαστικές) παραμέτρους της πολιτιστικής δημιουργίας, όπως η καλλιτεχνική εκπαίδευση σε οργανωτικό, θεσμικό και παιδαγωγικό επίπεδο
Τι είναι λοιπόν εκείνο που επί σειρά ετών παρακολουθούμε τουλάχιστον στο θέατρο, αφού το βασικό ζητούμενο αφορά στις θεατρικές κρατικές επιχορηγήσεις;
Μια πληθώρα από καταξιωμένους ή νεοπαγείς, παραδοσιακούς ή πρωτοποριακούς, γνωστούς ή άγνωστους θιάσους, ομάδες και σχήματα, υπό τη διεύθυνση και εποπτεία κάποιου σκηνοθέτη (συνήθως ιδρυτή του εν λόγω σχήματος) καταθέτουν φιλόδοξες, εντυπωσιακές, θεαματικές προτάσεις στις αρμόδιες υπηρεσίες του ΥΠΠΟ ζητώντας την επιχορήγησή τους, προκειμένου να τις υλοποιήσουν, αφού διαφορετικά λόγω του κόστους αυτό θα ήταν αδύνατο.
Πέραν της πραγματικής ή μη καλλιτεχνικής αξίας των εν λόγω προτάσεων, χωρίς να υπεισέλθουμε καν στη διαδικασία αξιολόγησης και κατάληξης για το αν αξίζουν ή όχι επιχορήγησης, εγείρονται εύλογα ερωτήματα ως προς το ποια κριτήρια πρέπει να πρυτανεύουν σε μια τέτοια επιλογή, πώς γίνονται οι κρίσεις και ποια είναι τα πρόσωπα που απαρτίζουν τις σχετικές επιτροπές, ποιοι τελικά και με ποια ποσά επιχορηγούνται και ποιοι όχι.

Το θέατρο δεν είναι μόνο αισθητικό φαινόμενο και σύνθετη μορφή Τέχνης, αλλά εξίσου και ταυτόχρονα είναι επικοινωνιακό φαινόμενο, που ως τέτοιο υπόκειται σε ανάλυση κοινωνιολογικού περιεχομένου. Αποτελεί πεδίο κοινωνικής και οικονομικής δραστηριότητας, η οποία οφείλει να αντιμετωπισθεί με παρόμοια κριτήρια, όπως και κάθε άλλη μέσα στα πλαίσια της σύγχρονης καταναλωτικής κοινωνίας.
Το θεατρικό θέαμα (παράσταση) συνιστά καταναλώσιμο αγαθό, το οποίο για να αποφέρει κέρδος (ως προϊόν), οφείλει να καταναλωθεί από τους φυσικούς αποδέκτες του, τους θεατές στη θεατρική αίθουσα. Αν αυτό δε γίνει, τότε η παραγωγή του είναι ανεπιτυχής, οικονομικά ατελέσφορη και η διατήρησή της ανώφελη και επιζήμια με καθαρά οικονομικούς όρους.
Πώς είναι λοιπόν δυνατό να ξεπεραστεί αυτός ο κίνδυνος και το θέατρο (ως θέαμα) , άρα να μπορεί να επιβιώσει, να συντηρηθεί και να αποφέρει οικονομικό όφελος στους συντελεστές του;
Μα φυσικά εφόσον υπάρχει μεγάλη ζήτηση, άρα διάθεση των εισιτηρίων στους θεατές και αντίστοιχη προσέλευση του κοινού. Αυτό γίνεται στο λεγόμενο «Εμπορικό Θέατρο» το οποίο λειτουργεί αποκλειστικά και μόνο με οικονομικά κριτήρια και συνακόλουθο αποτέλεσμα την πιθανή (και όχι αναγκαστικά, ούτε πάντα) υποβάθμιση του προσφερομένου καλλιτεχνικού θεάματος, αφού στόχος είναι το (εύκολο) κέρδος και όχι το αισθητικό αποτέλεσμα.
Τι γίνεται όμως σε αντίθετη περίπτωση, σ’ αυτή δηλαδή κατά την οποία αποκλειστικός στόχος είναι η δημιουργία και προσφορά ενός ποιοτικού σκηνικού προϊόντος, μιας θεατρικής παράστασης υψηλών αισθητικών προδιαγραφών;

Πώς είναι δυνατό να ανταπεξέλθουν στα έξοδά τους οι θίασοι του λεγομένου «ποιοτικού Θεάτρου» με εκ των πραγμάτων μικρές οικονομικές εισροές (λόγω του περιορισμένου κοινού που παρακολουθεί τις παραστάσεις τους), οι οποίες μονίμως δεν είναι ισοσκελισμένες με τις δαπάνες και κατά συνέπεια προκαλούν μονίμως ελλειματικούς προϋπολογισμούς στα αντίστοιχα θεατρικά σχήματα:
Ο νόμος των μοιραίων εξόδων των Baumol-Bawen διατυπωμένος ήδη από το 1964 έδωσε ικανοποιητική απάντηση για τον μεθοδευμένο τρόπο διαχείρισης και λειτουργίας αυτού του είδους των προβληματικών επιχειρήσεων πολιτισμού (''ποιοτικά θέατρα'' ) που συνίσταται σε δύο βασικούς άξονες:

  1. Τη δημιουργία ενός ''φανατικού'' αριθμού υποστηρικτών και «φίλων» που με τη συστηματική, ενεργό συμμετοχή τους, πολλές φορές και με το .. αζημίωτο (διαφήμιση, προώθηση, ΜΜΕ κ.α.) σε οποιαδήποτε θέαμα παρουσιάζει το συγκεκριμένο σχήμα, αποτελεί ένα βασικό πυρήνα που στοιχειωδώς εγγυάται τη βιωσιμότητά του.
  2. Την κρατική επιχορήγηση, η οποία έρχεται υπό μορφήν επιβράβευσης να δικαιώσει το υποθετικό ή πραγματικό ποιοτικό αποτέλεσμα που παρουσιάζεται από τις παραστάσεις του εν λόγω θεάτρου και αντίστοιχα να καλύψει κατά το μεγαλύτερο ή μικρότερο μέρος τα έξοδα παραγωγής του, επιτρέποντας την απόκτηση κέρδους για τους δημιουργούς από τη διάθεση των εισιτηρίων προς το κοινό.
Αλλά και διαφορετικά, πιο σύγχρονα τεχνάσματα και μεθοδεύσεις για την αντιμετώπιση του οικονομικού προβλήματος από τα «''κρατικώς επιχορηγούμενα ποιοτικά (;) θέατρα''» χρησιμοποιούνται και λειτουργούν στο σύγχρονο θέατρο όπως:
  1. οι μικροί και περιορισμένοι χώροι, που επιτρέπουν εύκολη πληρότητα έστω και με περιορισμένο αριθμό θεατών, ενώ δίνουν την εντύπωση ευρύτατης αποδοχής του θεάματος και μεγάλης προσέλευσης το κοινού
  2. οι «sold out» παραστάσεις, οι οποίες τεχνιέντως προκαλούνται εκ του προηγουμένου
  3. ο περιορισμένος αριθμός παραστάσεων, που τις καθιστά «μοναδικές», άρα αυτομάτως αναδεικνύει σε προνομοιούχους όσους τις παρακολούθησαν
  4. οι παραστάσεις για «ειδικό» κοινό, όπως οι μεταμεσονύκτιες, που προσελκύουν θεατές που ανήκουν σε διαφορετικές «ομάδες-στόχους» από τις συνήθεις, οι οποίες προφανώς θα διέφευγαν, αν ο χρόνος της παράστασης ήταν διαφορετικός
  5. η συρρίκνωση του αριθμού παραστάσεων εβδομαδιαίως σε δύο τρεις μόνο ημέρες
  6. η ελαχιστοποίηση των συνεργατών της παράστασης και ο αντίστοιχος περιορισμός των δαπανών
Με όλους αυτές τις μεθοδεύσεις και τρόπους καθίσταται δυνατή (;) η επιβίωση όλων των θιάσων που κινούνται εκτός του λεγομένου «Εμπορικού Θεάτρου» και, υποτιθέμενα ή πραγματικά, λειτουργούν ως «Κρατικο- επιχουρηγούμενα Θέατρα Τέχνης».

Εξ αυτού δίνεται η δυνατότητα στην Αθήνα να λειτουργούν ταυτόχρονα κατά τη χειμερινή περίοδο πάνω από 200 θεατρικοί χώροι με πολλαπλάσιες θεατρικές παραστάσεις.
Η ερώτηση που εύλογα προκύπτει, ύστερα από τις αρχικές αυτές διαπιστώσεις είναι σχεδόν αυτονόητη:
Είναι λογική αυτή η πραγματικότητα, ή μήπως αποτελεί μία ακόμα έκφανση της στρεβλής ανάπτυξης που χαρακτηρίζει όλες σχεδόν τις πτυχές της ελληνικής κοινωνίας;
Είναι απαραίτητη η ύπαρξη όλων αυτών των σχημάτων για την υποτιθέμενη ή πραγματική πολιτιστική «άνθιση» που έρχεται να ενισχύσει ο θεσμός των κρατικών επιχορηγήσεων;
Προσφέρουν στ’ αλήθεια τόσο ουσιαστικό και σοβαρό έργο όλοι αυτοί οι επιχορηγούμενοι θίασοι στον ελληνικό πολιτισμό ώστε να δικαιολογείται η οικονομική επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού και αντίστοιχα του απλού έλληνα φορολογούμενου πολίτη;
Πώς είναι δυνατόν μέσα στη δεδομένη οικονομική δυσπραγία, με περιορισμένο και σταθερά συγκεκριμένο αριθμό θεατών / καταναλωτών και ενώ το θέατρο διέρχεται τόση και τέτοια κρίση, οι θεατρικές αίθουσες να πολλαπλασιάζονται στην Αθήνα και αντίστοιχα να κλείνουν στην επαρχία;
Είναι μόνο η Αθήνα με τους δικούς της θιάσους που μονοπωλεί τον ελληνικό πολιτισμό, ενώ η υπόλοιπη Ελλάδα απουσιάζει κραυγαλέα.
Ποια είναι τα απτά αποτελέσματα αυτής της επιχορήγησης;
Αν προσπαθήσουμε να δώσουμε λογικές απαντήσεις σ’ όλες αυτές τις απορίες, όχι μόνο με κριτήρια καλλιτεχνικά αλλά και οικονομικά, θεωρώντας δηλαδή το θέατρο ως πολιτιστικό αγαθό προς κατανάλωση και τον επιχορηγούμενο θίασο ως επιχείρηση (έστω και προβληματική), τότε μοιραία θα καταλήξουμε σε συμπεράσματα που ανατρέπουν άρδην την υπάρχουσα κατάσταση και δημιουργούν μια νέα πραγματικότητα στο θεσμό, εντελώς διαφορετική από την υπάρχουσα μέχρι τώρα.
Αυτό δε σημαίνει καθόλου ότι θα πρέπει να καταργηθούν οι κρατικές επιχορηγήσεις προς το θέατρο. Σημαίνει όμως ότι θα πρέπει να επανεξετασθούν με νέα και γιατί όχι διαφορετικά αξιολογικά κριτήρια όπως:
  • Δεν μπορεί να χρηματοδοτείται συνεχώς κάποιος θίασος, αλλά η επιχορήγηση πρέπει να δίνεται μόνο για μια περιορισμένη χρονική διάρκεια 5-8 ετών, προκειμένου ο εν λόγω (νέος) θίασος ή σχήμα να συγκροτήσει την καλλιτεχνική του φυσιογνωμία και να αποκτήσει τη δυνατότητα αυτοσυντήρησης. Σε διαφορετική περίπτωση (όπως ακριβώς θα συνέβαινε σε κάθε άλλη επιχείρηση) θα πρέπει να σταματήσει τη λειτουργία του και οι συμμετέχοντες σ’ αυτόν ως επαγγελματίες, να ενταχθούν σε άλλο σχήμα.

  • Με τη σημασία αυτή κανένας θεατρικός όμιλος, εταιρία ή σχήμα που υφίσταται πάνω από 5-8 χρόνια δεν θα πρέπει να επιχορηγείται με εξαίρεση τα Εθνικά και τα Δημοτικά Περιφερειακά Θέατρα.

  • Η επιχορήγηση πρέπει να δίνεται όχι μόνο με καλλιτεχνικά, αλλά και με κοινωνικά – οικονομικά κριτήρια, όπως: ο συνολικός αριθμός των απασχολουμένων στο επιχορηγούμενο σχήμα, ο αριθμός των παραστάσεων που δίνονται, ο τόπος έδρας του κ.α. Με τη σημασία αυτή πρέπει να ενισχυθεί ο θεσμός της περιοδείας και οι θίασοι που επιχορηγούνται να υποχρεώνονται να δίνουν συγκεκριμένο αριθμό παραστάσεων στην επαρχία με αποτέλεσμα την ενίσχυση της θεατρικής δραστηριότητας εκτός Αθηνών.

  • Να επιχορηγείται το θεατρικό σχήμα ή ομάδα και όχι ο επικεφαλής της καλλιτέχνης, ιδρυτής ή σκηνοθέτης

  • Να κατατίθεται οικονομικός απολογισμός κατ’ έτος για τη διάθεση του ποσού της χρηματοδότησης, ο οποίος να περνά από κρίση και έγκριση από αρμόδιες επιτροπές του ΥΠΠΟ

  • Να γίνεται αξιολόγηση του καλλιτεχνικού αποτελέσματος που προέκυψε κάθε φορά από τη συγκεκριμένη χρηματοδότηση και το προϊόν της να προσμετράται με ανάλογη βαρύτητα στην επόμενη αίτηση του ίδιου θιάσου

  • Να υπάρχει εναλλαγή των μελών που απαρτίζουν τις κρατικές επιτροπές επιχορηγήσεων, ώστε να αποφεύγεται η δημιουργία προσωπικών σχέσεων με τους υπό επιχορήγηση θιάσους
Με το συνδυασμό τέτοιων καλλιτεχνικών και κοινωνιολογικών κριτηρίων και πάνω απ’ όλα με το συστηματικό έλεγχο και τη συνεχή αξιολόγηση, είναι δυνατόν, ο συγκεκριμένος θεσμός να λειτουργήσει ευεργετικά για την ανάπτυξη του θεάτρου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου